- ψηφικῶν
- ψηφικόςinvolving calculationsfem gen plψηφικόςinvolving calculationsmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψηφικός — ή, όν, Α [ψήφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.) … Dictionary of Greek